ιερότυπος

ιερότυπος
ἱερότυπος, -ον (Μ)
(για τις ιερές εικόνες) αυτός που έχει ιερό τύπο, ιερόπλαστος.
επίρρ...
ἱεροτύπως (Μ)
με ιερότυπο τρόπο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ιερ(ο)- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με σημαντική παραγωγικότητα, που προσδίδει στο β συνθετικό τη σημασία «ιερός, θείος, άγιος, αφιερωμένος στον θεό». Επί πλέον, στη Νέα Ελληνική απαντά ως α συνθετικό όρων τής ανατομίας …   Dictionary of Greek

  • ιεροτυπία — ἱεροτυπία, ἡ (Μ) [ιερότυπος] ιερή τελετή …   Dictionary of Greek

  • ιερόπλαστος — ἱερόπλαστος, ον (Α) 1. ιερότυπος, ιερόγραφος 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἱερόπλαστα τὰ ιερόγραφα. επίρρ... ἱεροπλάστως (Α) με ιερή απεικόνιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)* + πλαστος (< πλάσσω), πρβλ. εύ πλαστος, χθονό πλαστος] …   Dictionary of Greek

  • ՍՐԲԱԶՆԱՏԻՊ — ( ) NBH 2 0759 Chronological Sequence: 8c, 12c ա. ἰεροτύπος sacrae expressionis, sancte impressus, vel expressus. Ունօղ զտիպ՝ զկերպարան՝ զնշանակ եւ զնմանութիւն սրբազան. *Սրբազնատիպ պատկերացն մաքրութիւն: Երկնայնոցն իմացութեանց սրբազնատիպ (կամ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”